-
1 майонез
-
2 майонез
-а α.1. μαγιονέζα.2. φαγητό με μαγιονέζα. -
3 майонез
майонезм ἡ μαγιονέζα. -
4 майонез
[μαΐονιές] ουσ. α. μαγιονέζα -
5 майонез
[μαΐονιές] ουσ α μαγιονέζα
См. также в других словарях:
μαγιονέζα — η (λ. γαλλ.), είδος παχύρρευστης σάλτσας που παρασκευάζεται με λάδι, αβγό και λεμόνι: Περιέχυσα τη σαλάτα με μαγιονέζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαγιονέζα — η είδος κρύας και πηχτής σάλτσας που παρασκευάζεται με λάδι, σκόνη μουστάρδας, κρόκο αβγού, ξίδι κ.λπ. και χρησιμοποιείται κυρίως ως καρύκευμα ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mayonnaise πιθ. < Mahon λιμάνι τής Μινόρκα] … Dictionary of Greek